- ἐπίτεγξις
- ἐπίτεγξιςfomentationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίτεγξις — ἐπίτεγξις, ἡ (Α) [επιτέγγω] 1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό 2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό 3. υγρή κατάσταση … Dictionary of Greek
ἐπιτέγξει — ἐπίτεγξις fomentation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιτέγξεϊ , ἐπίτεγξις fomentation fem dat sg (epic) ἐπίτεγξις fomentation fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτέγξεως — ἐπιτέγξεω̆ς , ἐπίτεγξις fomentation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτέγξῃ — ἐπιτέγξηι , ἐπίτεγξις fomentation fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)